- μονοούσιος
- μονοούσιος, ον (s. Lampe, s.v.) unique ἔδωκέν μοι καρπόν … μονοούσιον πολυπλάσιον unique and abundant fruit GJs 6:3 (μονόσιον Bodm.; s. de Strycker p. 226, note 2).
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
μονοούσιος — μονοούσιος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει μόνο μία ουσία, απλός 2. μοναδικός στο είδος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ούσιος (< ουσία), πρβλ. ομο ούσιος] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
ՄԻԱԳՈՅ — (ի, ից.) NBH 2 0263 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 13c ա. μονοούσιος solus, sive unicus in suo genere եւ ἑνούσιος substantialis vel innatus. Միաբուն գոյութեամբ կամ գոյացութեամբ. միաձոյլ. միատարր. միակ. միական. *Անկարօտ է այլում հուր,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԻԱՆՁՆ — (ձին, ձունք, ձանց.) NBH 2 0270 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c ա.գ. μοναχός, μονάζων monachus. Միայնակեաց. անապատաւոր, կամ կրօնաւոր վանական. *Նախասկիզբն միանձանց. Շար.: *Ո՛վ եկեղեցիք միանձանց, եւ աշակերտութիւնք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)